εμιγκρές

εμιγκρές
ο
πληθ. -έδες (λ. γαλλ.)
1. Γάλλος ευπατρίδης που κατέφυγε στο εξωτερικό όταν έγινε η Γαλλική Επανάσταση (1789).
2. ο αυτοεξόριστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”